προσαναπληρώ

προσαναπληρώ
-όω, ΜΑ
1. γεμίζω εντελώς κάτι
2. συμπληρώνω κάτι επιπροσθέτως («τὰ ἐλλείποντα προσαναπληροῡν», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
μέσ. προσαναπληροῡμαι, -όομαι
γεμίζω κάτι εντελώς προσθέτοντας κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναπληρῶ «γεμίζω το κενό μέρος, συμπληρώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσαναπληρῶ — προσαναπληρόω fill up pres subj act 1st sg προσαναπληρόω fill up pres ind act 1st sg προσαναπληρόω fill up pres subj act 1st sg προσαναπληρόω fill up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”